φαντασίωση

φαντασίωση
η
1. το να πλάθει κανείς με τη φαντασία, ίνδαλμα: Τις φαντασιώσεις του απεικονίζει ο ζωγράφος.
2. ψευδαισθησία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαντασίωση — η / φαντασίωσις, ώσεως, ΝΜ [φαντασιῶ] ο σχηματισμός φανταστικών παραστάσεων νεοελλ. 1. συνεκδ. πλάσμα τής φαντασίας, αποκύημα τής φαντασίας 2. (ψυχολ.) α) φανταστική παράσταση, που ερμηνεύει επιθυμίες λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές β) (στην… …   Dictionary of Greek

  • φαντασιώσῃ — φαντασιόω bring images before the mind of aor subj mid 2nd sg φαντασιόω bring images before the mind of aor subj act 3rd sg φαντασιόω bring images before the mind of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …   Wikipedia

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρισμός — Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα. * * * ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω] 1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.) 2. οίδημα, φούσκωμα νεοελλ. ιατρ. διόγκωση τού… …   Dictionary of Greek

  • μετεώρισμα — το (ΑΜ μετεώρισμα) [μετεωρίζω] νεοελλ. μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση μσν. 1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα 2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση μσν. αρχ. έπαρση, υπερηφάνεια …   Dictionary of Greek

  • φάνταξη — η, Ν [φαντάζω / φαντάσσω] 1. επιδεικτική εξωτερική εμφάνιση 2. φαντασίωση …   Dictionary of Greek

  • φανταξιά — η, Ν φαντασίωση, πλάσμα τής φαντασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάνταξη κατά τα θηλ. σε ιά] …   Dictionary of Greek

  • Άντριτς, Ίβο — (Ivo Andri, Τράβνικ, Βοσνία 1892 – 1975). Βόσνιος συγγραφέας. Διπλωμάτης καριέρας, ο Ά. θεωρείται o επιφανέστερος εκπρόσωπος της σύγχρονης σερβοκροατικής λογοτεχνίας. Τα έργα του, ποιήματα και πεζά, έχουν πράγματι τις ρίζες τους στη ζωή της… …   Dictionary of Greek

  • φάνταξη — η 1. η εξωτερική επιδεικτική εμφάνιση: Επαραιτήθηκε ... ως και από την εξωτερική της φάνταξη (Α. Λασκαράτος). 2. φανταξιά, φαντασίωση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”